- αρχοντοχωριάτης
- ο (θηλ. -ισσα, η)1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχοντοχωριάτης — ο θηλ. ισσα πλούσιος χωριάτης, πλούσιος αλλά αγροίκος άνθρωπος: Όσα λεφτά και να απόχτησε, δεν έπαψε να ναι αρχοντοχωριάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
Γκιωνάκης, Γιάννης — (Αθήνα 1922 – 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης και στο Εθνικό Ωδείο. Το 1944 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο Ο τελευταίος ασπροκόρακας του Αλ. Σολομού και το 1945 άρχισε να… … Dictionary of Greek
Μαριβό, Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλέν ντε- — (Pierre Carlet de Chamblain de Marivaux, Παρίσι 1688 – 1763). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια και μεγάλωσε στην επαρχία. Σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους της πόλης, οπότε συνδέθηκε με το… … Dictionary of Greek
Σούτσας, Παντελής — Ένας από τους πρώτους Έλληνες ηθοποιούς (1818 1875). Τυπογράφος στο επάγγελμα, διάβασε τον Ιβανόη του Ουόλτερ Σκοτ και θέλησε να τον δραματοποιήσει. Από την απόφαση του αυτή ξεκινά η στροφή του προς το θέατρο, που τον οδήγησε στη συγκρότηση… … Dictionary of Greek